- προκαθωσιῶσθαι
- πρό-καθοσιόομαιperf inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκαθοσιούμαι — όομαι, Α 1. αφιερώνομαι εκ τών προτέρων («διὰ τὸ προκαθωσιῶσθαι τοῑς θεοῑς τὴν ἐκ τῆς θυσίας ἐπίδοξον», Ηλιόδ. Αιθ.) 2. καθιερώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καθοσιοῦμαι «καθιερώνομαι, αφιερώνομαι»] … Dictionary of Greek